τραυματίζει

τραυματίζει
τραυματίζω
pres ind mp 2nd sg
τραυματίζω
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άσκυλτος — ἄσκυλτος, ον (AM) ο ανενόχλητος, ο ασάλευτος 1. ο ακλόνητος, ο άφοβος 2. (για το κεφάλι) ο ακατάστατος, ο απεριποίητος, δηλαδή με μακριά μαλλιά 3. επίρρ. ἀσκύλτως χωρίς τραυματισμό αρχ. αυτός που δεν τραυματίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκύλλω… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • δρεπανηφόρος — α, ο (AM δρεπανηφόρος, ον) αυτός που έχει ή που κρατά δρεπάνι αρχ. «ἅρμα δρεπανηφόρον» άρμα που είναι εφοδιασμένο και από τις δύο πλευρές με δρεπάνια για να τραυματίζει τους εχθρούς …   Dictionary of Greek

  • κονδυλιστής — κονδυλιστής, ὁ (Μ) [κονδυλίζω] ίππος που πληγώνει, που τραυματίζει τις οπλές του στον στάβλο …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • ταμεσίχρως — οος, ὁ, ἡ, Α αυτός που κόβει, που τραυματίζει το δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. λ. σχηματισμένη από τον αόρ. β ταμεῖν τού ρ. τέμνω, κατά τα σύνθ. τού τύπου τερψίμ βροτος* (βλ. λ. τέρπω) + χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»)] …   Dictionary of Greek

  • χειροβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τραυματίζει τα χέρια («χειροβρῶτι δεσμῷ», Στησίχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκο βρώς] …   Dictionary of Greek

  • Χοϊδάς — Επώνυμο οικογένειας της Κεφαλονιάς. 1. Γεώργιος (1772 – 1848). Σπούδασε νομικά στην Πάντοβα και αργότερα γεωπονία στη Βονωνία. Γύρισε στην Κεφαλονιά και στη διάρκεια του 1821 ενίσχυσε οικονομικά τα αποσπάσματα των συμπατριωτών του που πήραν μέρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”